περιβιβρώσκω

περιβιβρώσκω
περιβιβρώσκω,
A gnaw all round, [tense] pf. -

βέβρωκα Diph.34

;

π. πλεκτάνας Plu.2.1059e

:—[voice] Pass., of leaves, Dsc.2.133 ;

περιβεβρωμένους τυρούς D.S.2.4

; to be corroded by ulcers, Dsc.1.71, 2.74, Gal.12.875.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιβιβρώσκω — Α 1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα 2. παθ. περιβιβρώσκομαι α) τρώγομαι γύρω γύρω β) κατατρώγομαι από πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βιβρώσκω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • περίβρωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιβιβρώσκω] η έλκωση, το πλήγιασμα παντού …   Dictionary of Greek

  • περίβρωτος — ον, Α [περιβιβρώσκω] 1. αυτός που φέρει έλκη, πληγές 2. ο φαγωμένος ολόγυρα από τις πληγές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”