περιβιβρώσκω — Α 1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα 2. παθ. περιβιβρώσκομαι α) τρώγομαι γύρω γύρω β) κατατρώγομαι από πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βιβρώσκω «τρώω»] … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
περίβρωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιβιβρώσκω] η έλκωση, το πλήγιασμα παντού … Dictionary of Greek
περίβρωτος — ον, Α [περιβιβρώσκω] 1. αυτός που φέρει έλκη, πληγές 2. ο φαγωμένος ολόγυρα από τις πληγές … Dictionary of Greek